ποτίκολλος

ποτίκολλος
ποτίκολλος
1 stuck to ποτίκολλον ἅτε ξύλον παρὰ ξύλῳ fr. 241.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ποτίκολλος — ον, Α (ποιητ. και δωρ. τ.) ο πρόσκολλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + κολλος (< κόλλα), πρβλ. παρά κολλος, σύγ κολλος] …   Dictionary of Greek

  • ποτίκολλον — ποτίκολλος masc/fem acc sg ποτίκολλος neut nom/voc/acc sg πρόσκολλος glued masc/fem acc sg (doric) πρόσκολλος glued neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”